- καταφωρώ
- καταφωρῶ, -άω (Α)1. συλλαμβάνω κάποιον «επ' αυτοφώρω» να κλέβει2. (γενικώς) ανακαλύπτω, αποκαλύπτω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + φωρῶ, «αναζητώ κλέφτη, ανακαλύπτω» (< φωρά «ανακάλυψη, έρευνα» < φώρ «κλέφτης»)].
Dictionary of Greek. 2013.